- παναγιάριο(ν)
- το (Μ παναγιάριον) [Παναγία]1. συλλογή αφηγήσεων που αφορούν σε θαύματα τής Παναγίας ή σε ύμνους και εγκώμια αφιερωμένα στην Παναγία2. μικρή εικόνα τής Θεοτόκου που χρησιμοποιείται και ως εγκόλπιο3. δίσκος που φέρει τη μορφή τής Θεοτόκου και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο ευλογημένος άρτος.
Dictionary of Greek. 2013.